μαργαριτάρι

μαργαριτάρι
το
-ιού
1. (ζωολ.), σκληρή και λαμπερή ουσία με σφαιρικό σχήμα, που σχηματίζεται μέσα σε μερικά στρείδια και χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων.
2. μεγάλο γλωσσικό ή μεταφραστικό σφάλμα: Μου έδωσε μια έκθεση γεμάτη μαργαριτάρια.
3. ό,τι μοιάζει με μαργαριτάρι: Μαργαριτάρια κυλούσαν στα τζάμια (οι σταγόνες της βροχής).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαργαριτάρι — Μαργαρώδης σκληρή ουσία που σχηματίζεται από διάφορα μαλάκια, με την εναπόθεση μαργαριτώδους οστράκου γύρω από ένα μικρό ξένο σώμα. Μαργαριτοφόρα δεν είναι μονάχα ορισμένα δίθυρα της θάλασσας και των γλυκών νερών, αλλά επίσης μερικά γαστερόποδα… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… …   Dictionary of Greek

  • μάργαρος — ο και η (AM μάργαρος) 1. όστρακο το οποίο περιέχει μαργαριτάρι 2. συνεκδ. μαργαριτάρι («ἐφόρεσε καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων», Διήγ. Αχιλλ.) νεοελλ. σκληρή, λευκή, στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία η οποία καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια… …   Dictionary of Greek

  • μαργαριταρίτσιν — μαργαριταρίτσιν, τὸ (Μ) μικρό μαργαριτάρι, μαργαριταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κρασ ίτσιν)] …   Dictionary of Greek

  • μαργαριταρόπουλον — μαργαριταρόπουλον, τὸ (Μ) μικρό μαργαριτάρι, μαργαριταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + υποκορ. κατάλ. πουλον*] …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αληθινόπινος — ἀληθινόπινος, ον (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος, που αποτελείται από πραγματικά μαργαριτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + πίνη «είδος οστρακόδερμου, μαργαριτάρι»] …   Dictionary of Greek

  • ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”